ἐκπίπτω

ἐκπίπτω
ἐκπίπτω, [tense] fut. -πεσοῦμαι : [tense] aor. ἐξέπεσον : [tense] pf. ἐκπέπτωκα :—
A fall out of,

δίφρου Il.5.585

;

ἵππων 11.179

;

ἀντύγων ἄπο E.Ph.1193

, etc. : c. dat. pers.,

τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός Il.15.465

; θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ fell from his eyes, 2.266 : abs., fall out, 23.467 ; fall down, of trees, Thphr.HP9.2.7 ;

οἱ λεγόμενοι ἀστέρες ἐκπίπτειν

meteors,

Epicur. Ep.2p.54U.

—After Hom., in various relations, freq. as [voice] Pass. of ἐκβάλλω :
1 of seafaring men, to be cast ashore,

ἐκ δ' ἔπεσον θυμηγερέων Od.7.283

;

ἐ. τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Hdt.3.138

;

πρὸς τὰς πέτρας Id.8.13

;

πρὸς πέτραις E.Hel.1211

; ναυαγὸν ἐ. ib.539 ;

ἐ. πρὸς τὴν χώραν Pl.Lg.866d

; of things, suffer shipwreck, X.An.7.5.13 ; of fish, to be cast up, Arist.HA601b32.
2 fall from a thing, i.e. be deprived of it,

ἐκ πολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐς πτωχηΐην Hdt.3.14

, cf.Lys.Fr.1.1 ; τυραννίδος, ἀρχῆς, A.Pr.756,757 ;

[ἀπὸ] τῶν ἐλπίδων Th.8.81

;

ἐκ τῆς δόξης Isoc.5.64

;

τῶν ὑπαρχόντων Phld.Ir.p.51

W.
3 to be driven out,

[ἐκ τῆς ἀκροπόλιος] Hdt.5.72

; to be banished,

ἐ. ἐκ τῆς πατρίδος Id.1.150

, cf. 6.121 ;

ἐ. χθονός S.OC766

, cf. Aj.1177 ;

ἐ. πολέμῳ ἢ στάσει Th.1.2

;

γυμνὸς θύραζ ἐξέπεσον Ar.Pl.244

; ὑπό τινος by a person,

ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Hdt.8.141

;

ὑπὸ τοῦ πλήθους Th.4.66

, cf. Inscr.Prien.37.71 ;

πρός τινος A.Pr.948

, S.Ant.679 :—in Th.7.50 the prep. ἐς is corrupt.
4 of limbs, to be dislocated, Hp.Art.8, etc. ; of flesh, mortify and separate itself, Id.Fract. 27 ; so ἐ. ὀδόντες, πτερά, Arist.GA745b6, HA519a26, etc. ; of atoms,

ἐκπεσοῦσαι κατέψυξαν Epicur.Fr.60

.
5 go forth, sally out, Hdt.9.74 ;

ἐκ τοῦ σταυρώματος X.HG4.4.11

: abs., Id.An.5.2.17 ; of rays, issue forth, Alex. Aphr. de An.127.31.
6 come out, of votes, X.Smp.5.10 ; turn out, happen, Vett.Val.70.27, al.
7 escape, Th.6.95.
8 of oracles, issue,

χρησμὸς ἐκπίπτει Luc.Alex.43

, etc. ;

ἐκπεσεῖν φωνὴν ἐξ ἄλσους Plu.Publ.9

; to be published, become known,

εἰς ἀνθρώπους ἀπαιδεύτους Pl.Ep.314a

;

φήμη ἐ. ἐς τοὺς Ἕλληνας Plu.Cleom.5

: abs.,

ἀπόκρισις ἐ. Plb.30.32.10

.
9 depart,

ἐκ τῆς ὁδοῦ X.An.5.2.31

;

ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Pl.R.495a

.
b digress, Isoc.12.88 ;

ἐ. ἐκ τοῦ λόγου Aeschin. 2.34

; but ἐ. τῆς διανοίας miss the sense, Olymp.in Mete.7.26 ; fall outside of a class, Alex.Aphr. de An.169.17.
10 of things, escape one unawares,

φασὶν ἐκπεσεῖν αὐτούς Arist.EN1111a9

, cf. Plu.Per.8 ;

ἐ. τὴν αἴσθησιν Alex.Aphr. in Sens. 147.18

; of reason, fail, be lacking, Arist.MM1202a3.
11 degenerate,

εἰς ἀλλότριον ἦθος Pl.R.497b

; εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν slip into.., Arist.Pol.1342b11 : abs., come to naught, Ep.Rom.9.6 ; to be dilapidated, IG22.204.74.
12 of actors or dramatic pieces, to be hissed off the stage, D.18.265, Arist.Po.1456a18, 1459b31 : so of orators, Pl.Grg.517a, cf.Phlb.13d.
13 ἐ. ἑαυτοῦ lose one's self-control, Philostr.VA3.36 ; ἐ. σκοποῦ miss the mark, ib.8.7.
14 of things, arise from,

ἔκ τινος A.D.Adv.136.3

.
15 of money, cease to be current, IG7.303.14 (Oropus, iii B.C.).
16 run to excess,

δι' ἀοριστίαν Epicur.Sent.Vat.63

;

[ὁ πλοῦτος] εἰς ἄπειρον ἐ. Id.Sent.15

, cf.Luc.JConf.7.
b Geom., as [voice] Pass. of ἐκβάλλω, to be produced, Archim.Spir.14.
17 die,

χθὼν ἐκπιπτόντων Not.Scav.1923.35

(unless, = rubbish heap).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκπίπτω — εκπίπτω, εξέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: εκπίπτω : μόνο ως αμετάβατο, π.χ. οι φόροι εκπίπτουν. Η χρησιμοποίηση του ρ. ως μεταβατικού (εκπίπτω κάτι) είναι λαθεμένη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • ἐκπίπτω — ἐκπί̱πτω , ἐκπίτνω pres subj act 1st sg ἐκπί̱πτω , ἐκπίτνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • παρεκπίπτω — Α [εκπίπτω] 1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω 2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω 3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῑν», Φίλ. Βελοπ.) …   Dictionary of Greek

  • διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… …   Dictionary of Greek

  • εκπίτνω — ἐκπίτνω (Α) βλ. εκπίπτω …   Dictionary of Greek

  • κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • προεκπίπτω — Α 1. προηγούμαι, προπορεύομαι 2. (για όργανα τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.) 3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο 4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • προσεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.) 2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”